Εξουσία για εξώδικη ρύθμιση των αδικημάτων

4.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου, αστυνομικός ή εξουσιοδοτημένος υπάλληλος της αρμόδιας αρχής, ο οποίος έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, επιδίδει σε αυτό έγγραφη ειδοποίηση, παρέχοντάς του την ευκαιρία να απαλλαγεί από το εν λόγω αδίκημα με την καταβολή προστίμου ύψους ογδόντα πέντε ευρώ (€85) και, σε περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω πρόστιμο καταβληθεί πριν από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης, δεν χωρεί ποινική δίωξη.

(1Α) Σε περίπτωση κατά την οποία η παράβαση διαπράττεται από πρόσωπο το οποίο έχει σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου με τον κάτοχο του υποστατικού ή/και από πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσία δυνάμει σύμβασης εργασίας για λογαριασμό άλλου προσώπου, ο κάτοχος του υποστατικού στο οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση καθίσταται υπόχρεος για την καταβολή του ως άνω προβλεπόμενου εξώδικου προστίμου, ανεξαρτήτως του φυσικού προσώπου το οποίο τέλεσε την παράβαση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο παραβάτης αρνηθεί να παραλάβει το εξώδικο πρόστιμο, η άρνηση αυτή καταγράφεται από τον αστυνομικό ή τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο της αρμόδιας αρχής στην ως άνω προβλεπόμενη ειδοποίηση και στη συνέχεια η εν λόγω ειδοποίηση επικολλάται στο υποστατικό και θεωρείται ότι έχει επιδοθεί νόμιμα.

(1Β) Σε περίπτωση κατά την οποία  διαπιστώνεται ότι η πράξη η οποία συνιστά αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 επαναλαμβάνεται σε χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες από την ημερομηνία της πρώτης παράβασης από το ίδιο πρόσωπο ή σχετίζεται με το ίδιο υποστατικό περισσότερες από μία φορές, το ποσό του εξώδικου προστίμου αυξάνεται στα εκατόν πενήντα ευρώ (€150) έκαστη φορά.

(2) Δεν ασκείται ποινική δίωξη εναντίον προσώπου στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση δυνάμει του παρόντος Νόμου για αδίκημα που διέπραξε πριν από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της ειδοποίησης.

(2Α) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο στο οποίο έχει επιδοθεί η ως άνω προβλεπόμενη ειδοποίηση δεν πληρώσει το εξώδικο πρόστιμο το οποίο αναγράφεται σε αυτή εντός χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσής της, το εξώδικο πρόστιμο αυξάνεται με την προσθήκη σε αυτό ποσού ίσου με το μισό του εν λόγω προστίμου:

Νοείται ότι, το εν λόγω πρόσωπο έχει στη συνέχεια προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω προσαύξησης να καταβάλει το συνολικό ποσό του εξώδικου προστίμου, περιλαμβανομένης της προσαύξησης:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία παρέλθουν σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης της ως άνω προβλεπόμενης ειδοποίησης  και δεν έχει καταβληθεί το πρόστιμο το οποίο επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ασκείται ποινική δίωξη του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε η ως άνω προβλεπόμενη ειδοποίηση.

(3) Το πρόστιμο καταβάλλεται με τον τρόπο που αναφέρεται στην ειδοποίηση και λογίζεται ως πρόστιμο που επιβλήθηκε ύστερα από καταδίκη για το εν λόγω αδίκημα.

(4)  Με την καταβολή του ως άνω προβλεπόμενου προστίμου, η αρμόδια αρχή  εκδίδει σχετική απόδειξη για την πληρωμή, η οποία, σε τυχόν ποινική διαδικασία, θεωρείται επαρκής απόδειξη της πληρωμής του εξώδικου προστίμου και της εξώδικης ρύθμισης του αδικήματος.

(5) Η ειδοποίηση που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου αναφέρει:

(α) Το αδίκημα το οποίο φέρεται ότι διαπράχθηκε, τον χρόνο διάπραξής του και τα στοιχεία του υποστατικού με το οποίο σχετίζεται η παράβαση.

(β) Σε συντομία κάθε στοιχείο του αδικήματος που κρίνεται αναγκαίο.

(γ) Την περίοδο μέσα στην οποία πρέπει να καταβληθεί το πρόστιμο, ώστε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη.

(δ) Τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να καταβληθεί το πρόστιμο.

(6) Η εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος και η καταβολή προστίμου δεν αποτελούν καταδίκη.